ἀκρεμονικός

ἀκρεμονικός
ἀκρεμονικός, ή, όν,
A branching, Thphr.HP4.6.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακρεμονικός — ἀκρεμονικός, ή, ὸν (Α) [ἀκρέμων] αυτός που έχει ακρεμόνας, διακλαδώσεις …   Dictionary of Greek

  • ἀκρεμονικαῖς — ἀκρεμονικός branching fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρεμονικοί — ἀκρεμονικός branching masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρεμών — ἀκρεμὼν ( όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων) μσν. (για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης) αρχ. 1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά 2. η άκρη τού κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι 3. (γενικότερα) το άκρο «κεράων ὰκρεμόνες… …   Dictionary of Greek

  • ἀκρεμονικάς — ἀκρεμονικά̱ς , ἀκρεμονικός branching fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”